- ξυλοκαστέλ(λ)ιο(ν)
- και ξυλοκαστέλι, το (ΑΜ ξυλοκαστέλλιον)ξύλινο καστέλι, ξύλινο φρούριονεοελλ.-μσν.ξύλινος πύργος τον οποίο τοποθετούσαν κατά τον μεσαίωνα και κυρίως στο Βυζάντιο πάνω στα τείχη φρουρίου ή στα κατάρτια τών δρομώνων, δηλαδή βυζαντινών πολεμικών ιστιοφόρων πλοίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + καστέλ(λ)ιο(ν) «μικρό φρούριο»].
Dictionary of Greek. 2013.